- οδοποιώ
- ὁδοποιῶ, -έω (Α) [οδοποιός]1. κατασκευάζω οδό, δρόμο («τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν», Ξεν.)2. καθιστώ έναν δρόμο βατό («ὁδοποιῶν τὰ ἄβατα ἤ γεφυρῶν τὰ δύσπορα», Λουκιαν.)3. (για ρεύμα) ανοίγω δρόμο («τρὶς ἐμβαλὸν τὸ ὕδωρ τά τε χωρί' ἐλυμήνατο καὶ μᾱλλον ὡδοποίει», Δημοσθ.)4. (το παθ.) ὁδοποιοῡμαι -έομαι(για οδό) καθίσταμαι κατάλληλος για χρήση ή για διάβαση5. μτφ. τακτοποιώ, διορθώνω6. χρησιμεύω ως οδηγός κάποιου («ὁδοποιήσειέ γ' ἄν αὐτοῑς καὶ εἰ σὺν τεθρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι», Ξεν.)7. (το μέσ.) (για στρατό) ανοίγω δρόμο για να περάσω.
Dictionary of Greek. 2013.